τσίκνισμα

τσίκνισμα
το, Ν [τσικνίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσικνίζω, τσίκνωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσίκνισμα — το, ατος 1. το κάψιμο του κρέατος που μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. το τσιγάρισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίκνωμα — το, Ν [τσικνώνω] τσίκνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”